- κυνόσουρα
- κῠνόσ-ουρα, ἡ,A dog's-tail, a name for the constellation Ursa Minor, Arat.36, Aglaosth. ap. Eratosth.Cat.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Κυνοσούρᾳ — Κυνοσούρᾱͅ , Κυνοσούρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοσούρᾳ — κυνοσούρᾱͅ , κυνόσουρα dog s tail fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυνόσουρα — Κυνοσούρα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνόσουρα — dog s tail fem nom/voc sg κυνόσουρος addled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνόσουρα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 137 κάτ.) της Σαλαμίνας. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμπελακίων της νομαρχίας Πειραιώς. * * * κυνόσουρα, ἡ (Α) ονομασία τού αστερισμού τής Μικρής Άρκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Κυνοσούρας — Κυνοσούρᾱς , Κυνοσούρα fem acc pl Κυνοσούρᾱς , Κυνοσούρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοσούρας — κυνοσούρᾱς , κυνόσουρα dog s tail fem acc pl κυνοσούρᾱς , κυνόσουρα dog s tail fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυνοσούρῃ — Κυνοσούρα fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοσούρῃ — κυνόσουρα dog s tail fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυνόσουραν — Κυνοσούρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνόσουραν — κυνόσουρα dog s tail fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)